- θρασέα
- θρασύςboldneut nom/voc/acc pl (epic ionic)θρασέᾱ , θρασύςboldfem nom/voc/acc dual (epic ionic)θρασύςboldfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρασέα — και θρασεά επίρρ. βλ. θρασύς … Dictionary of Greek
θρασέας — θρασέᾱς , θρασύς bold fem acc pl (epic ionic) θρασύς bold masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek